κουκουβάγια — Οικισμός (20 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * και κουκκουβάγια, η (Μ κουκουβάγια και κουκουβάγη και κουκουβάϊα και κουκουβία) ονομασία, κοινή σήμερα, νυκτόβιων αρπακτικών γλαυκόμορφων πτηνών… … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
κικκάβη — κικκάβη, ἡ (Α) κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)] … Dictionary of Greek
κικυμώττω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) δεν βλέπω καλά, έχω μειωμένη όραση, βλέπω σαν την κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. τού κικυμίς ή κίκνμος «κουκουβάγια» + επίθημα ώττω, χαρακτηριστικό ρημάτων που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώττω, τυφλ… … Dictionary of Greek
ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
Korissia (Kea) — Korissia Κορησσία … Deutsch Wikipedia
Koukouvagia — Ein Koukouvagia, bei dem auch das Auge mitisst Koukouvagia oder Dakos (griechisch Κουκουβάγια, „Eule“) ist eine verbreitete griechische Vorspeise oder auch Meze, zubereitet aus gehackten Tomaten, Feta, Olivenöl, verschiedenen Gewürzen und… … Deutsch Wikipedia
Dakos — or ntakos (Greek: ντάκος), also known as koukouvagia (κουκουβάγια, owl ) is a Cretan meze consisting of a slice of soaked dried bread or barley rusk (paximadi) topped with chopped tomatoes and crumbled feta or mizithra cheese. Categories: Greek… … Wikipedia
Koukouvagia — Koukouvagia. La koukouvagia (en griego κουκουβάγια, ‘búho’) o dakos (ντάκος) es un popular aperitivo griego o meze hecho con trozos de tomate, queso feta, aceite de oliva, especias y cebolla en trozos sobre biscotes (paximadi, παξιμάδι).… … Wikipedia Español
ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… … Dictionary of Greek